- επιδιαρρηγνυμαι
- ἐπιδιαρρήγνυμαιἐπι-διαρρήγνῠμαι(aor. 2 conjct. ἐπιδιαρρᾰγῶ) разрываться, лопаться Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επιδιαρρήγνυμαι — ἐπιδιαρρήγνυμαι (Α) σκάζω («κᾷτ’... ἐκροφήσας... ἐπιδιαρραγῶ» κι έπειτα να τό ρουφήξω όλο και να σκάσω, Αρφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + διαρρήγνυμαι «σκάζω»] … Dictionary of Greek
ἐπιδιαρραγῶ — ἐπιδιαρρήγνυμαι burst at aor subj pass 1st sg (attic epic doric) ἐπιδιαρρᾱγῶ , ἐπιδιαρρήγνυμαι burst at aor subj pass 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)